Ο δείκτης του κίνδυνου φτώχειας, παρουσιάζεται για το σύνολο της χώρας, για τις διοικητικές περιφέρειες, τις οποίες διατρέχει το οδικό δίκτυο που παρακολουθεί το Παρατηρητήριο (Περιφέρεια Αττικής, Περιφέρεια Δυτικής Ελλάδας, Περιφέρεια Πελοποννήσου, Περιφέρεια Ηπείρου και Περιφέρεια Ιονίων Νήσων), καθώς και για τις περιφερειακές ενότητες (νομούς) που περιλαμβάνονται σε αυτές.
Τα στοιχεία έρευνας του ΕΚΚΕ για την εκτίμηση της εισοδηματικής ανισότητας και σχετικής φτώχειας υπολογίζουν το ποσοστό κινδύνου σχετικής φτώχειας στο σύνολο της Ελλάδας στο 20,7% (2003). Ο δείκτης σχετικής φτώχειας μετράει το ποσοστό του πληθυσμού του οποίου το εισόδημα είναι χαμηλότερο του 60% της διάμεσου του συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος όλων των νοικοκυριών.
Σε πρόσφατα στοιχεία , για το 2011, ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας ανήλθε στο 23,1% (από 20,7% το 2003). Η διαφορά αυτή (23,1%-20,7% ) που είναι σχετικά μικρή, δεν αποτυπώνει την πραγματική έκταση φτωχοποίησης του πληθυσμού της χώρας, δεδομένου ότι την περίοδο 2008-2013 σημειώθηκε σημαντική πτώση του βιοτικού επιπέδου των κατοίκων της χώρας λόγω της οικονομικής κρίσης, ενώ ο δείκτης μετράει, όπως προαναφέρθηκε, τη σχετική θέση του φτωχότερου πληθυσμού από ένα συγκεκριμένο όριο εισοδήματος και όχι τη φτώχια σε σχέση και με το απόλυτο μέγεθος των εισοδημάτων.
Μια πιο πιστή εικόνα του φαινομένου της φτώχιας δίνει ο σύνθετος δείκτης που αποτυπώνει τον «κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού» και ο οποίος σε αυτή τη μελέτη εκτιμάται στο 34,3% για το 2011. Από τα παραπάνω διαφαίνεται ότι καταγράφεται σημαντική άνοδος του ποσοστού του κινδύνου φτώχειας στην Ελλάδα κατά το διάστημα 2003 - 2011.
Σε επίπεδο περιφέρειας και περιφερειακής ενότητας, τα διαθέσιμα στοιχεία προέρχονται από πρωτογενή έρευνα και αφορούν μόνο το έτος 2003 και αποκλειστικά για την Δυτική Ελλάδα, Πελοπόννησο και Ήπειρο. Τα στοιχεία φανερώνουν πως ο κίνδυνος σχετικής φτώχειας, στις τρεις προαναφερθείσες περιφέρειες κινείται γύρω στο 30%, που είναι σαφώς υψηλότερο από το αντίστοιχο εθνικό ποσοστό του ίδιου έτους (20,7%).
Πιο αναλυτικά, στη Δυτική Ελλάδα, ο νομός Αιτωλοακαρνανίας έχει σχεδόν το διπλάσιο ποσοστό από το αντίστοιχο εθνικό μέσο όρο, με τον κίνδυνο φτώχειας να φτάνει το 39,2%, ενώ ακολουθούν η Ηλεία με 31,7% και η Αχαΐα με 24,4%. Στην Πελοπόννησο, το υψηλότερο ποσοστό καταγράφεται στο νομό Μεσσηνίας με 37,7% και έπονται η Αρκαδία, η Λακωνία και η Αργολίδα με 37,5%, 35,6% και 33,1%, αντίστοιχα. Ταυτόχρονα, ο χαμηλότερος κίνδυνος φτώχειας εμφανίζεται στην Κορινθία με 22,3%. Μεταξύ των νομών της Ηπείρου, ο υψηλότερος δείκτης φτώχειας σημειώθηκε στην Άρτα με 42,9% και ακολουθούν η Πρέβεζα με 36,5%, η Θεσπρωτία με 26,1% και τα Ιωάννινα με 25,4%.
Από γενικότερη άποψη, το φαινόμενο της φτώχιας, της ανισότητας και του κοινωνικού αποκλεισμού έχει γίνει πολύ οξύτερο στην περίοδο της οικονομικής κρίσης, μετά την εκτίναξη της ανεργίας σε πολύ ψηλά επίπεδα, την απώλεια σημαντικού τμήματος του ΑΕΠ και τη μη ύπαρξη αποτελεσματικών μέτρων προστασίας των φτωχότερων στρωμάτων. Όπως δείχτηκε παραπάνω, η κατάσταση είναι αρκετά χειρότερη στην περιφέρεια και για αυτό το λόγο είναι ιδιαίτερα σημαντικό να γίνεται μια διαρκής, συστηματική και ακριβής αποτύπωση της εξέλιξης αυτής της ομάδας δεικτών. Το Παρατηρητήριο, σε συνεργασία και με άλλους ερευνητικούς φορείς (Πανεπιστήμια, το ΕΚΚΕ κλπ), προγραμματίζει την έναρξη επιτόπιων μελετών στο μήκος των οδικών αξόνων εμβέλειας του, ώστε να εξασφαλιστούν σύγχρονα, αναλυτικά και αξιόπιστα στοιχεία και να μελετηθεί η εξέλιξη τους σε βάθος χρόνου στο μέλλον. Η μεταβολή αυτών των δεικτών στα επόμενα χρόνια θα καταβληθεί προσπάθεια να μελετηθεί και σε σχέση με τις επιδράσεις των οδικών έργων που κατασκευάζονται, αλλά και εκείνων που ήδη λειτουργούν.